συμφορή — συμφορά bringing together fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυμφορή — συμφορή , συμφορά bringing together fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Fass ohne Boden — Pi Inhaltsverzeichnis 1 πάθει μάθος 2 Παθήματα μαθήματα … Deutsch Wikipedia
Geflügelte Worte (Antike) — Alpha und Omega, Anfang und Ende, kombiniert zu einem Buchstaben Diese Liste ist eine Sammlung alt und neugriechischer Phrasen, Sprichwörter und Redewendungen. Sie beschreibt ihren Gebrauch und gibt, wo möglich, die Quellen an. Graeca non… … Deutsch Wikipedia
συμφορά — η, ΝΜΑ, και διαλ. τ. συφορά Ν, και ιων. τ. συμφορή Α 1. κακοτυχία, δυστυχία, ατύχημα (α. «τόν βρήκε μεγάλη συμφορά» β. «ὑπὸ τῆς συμφορῆς ἐκπεπληγμένος», Ηρόδ.) 2. (για πρόσ.) αυτός που φέρνει κακοτυχία, δεινά (α. «αυτός είναι αληθινή συμφορά για… … Dictionary of Greek
σύμφορος — η, ο / σύμφορος, ον, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξύμφορος Α [συμφέρω] 1. χρήσιμος, ωφέλιμος, επωφελής («θυμὸς δ ἐν κακοῑς οὐ ξύμφορον», Σοφ.) 2. κατάλληλος, πρόσφορος («σύμφορη λύση») 3. ευνοϊκός αρχ. 1. αυτός που συνοδεύει, ο σύντροφος («λιμὸς γάρ τοι… … Dictionary of Greek